- ευδιάρθρωτος
- εὐδιάρθρωτος, -ον (Μ)(για ύφος) ο διαρθρωμένος, ο εκφρασμένος καλά («πρὸς εὐδιάρθρωτον διὰ τὸ τοῡ λόγου δυσήκοον», Ευστ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -διαρθρωτος (< διαρθρώ), πρβλ. α-διάρθρωτος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐδιάρθρωτος — well articulated masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδιάρθρωτον — εὐδιάρθρωτος well articulated masc/fem acc sg εὐδιάρθρωτος well articulated neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)